- ξέθαρρος
- -η, -ο (Μ ξέθαρρος, -η, -ον)αυτός που έχει ανακτήσει το θάρρος του, ξεθαρρεμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέθαρρος — η, ο αυτός που απόκτησε θάρρος, ο ξεθαρρεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)